- μέλω
- (ΑM μέλω)(το γ' εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλειαποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.)νεοελλ.φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» — να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσειςαρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) είμαι αντικείμενο φροντίδας ή προσοχής κάποιου, ενδιαφέρεται κάποιος για μένα (α. «πᾱσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω» — με κάθε δόλο προκαλώ την προσοχή τών ανθρώπων, Ομ. Οδ.β. «γάμους... σοὶ χρή μέλεσθαι», Ευρ.)2. (ενεργ. και μέσ.) ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, φροντίζω (α. «οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῡσθαι μέλειν», Αισχύλ.β. «παρελθόντες δόμους σίτων μέλεσθε», Ευρ.)3. (το γ' εν. και πληθ. όλων τών χρόνων ενεργ. και μέσ. φωνής καθώς και το απρμφ. και η μτχ. σε απρόσωπη σύνταξη με δοτ. προσώπου) έχει κάποιος την έγνοια για κάτι, φροντίζει κάποιος για κάτι (α. «πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῡ ᾄσματος», Πλάτ.β. «ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει», Αισχύλ.)4. φρ. «μέλον ἐστί» — υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Το ρ. έχει συνδεθεί εσφαλμένως με τη ρίζα *mel-«αργώ, διστάζω» και με το ρ. μέλλω. Επίσης, εξίσου αμφίβολη είναι η σύνδεση του με το επίρρ. μάλα και με το λατ. melior. Παράλληλα με τους παρακμ. μεμέληκα και μεμέλημαι, στον Όμηρο και στους λυρικούς ποιητές εμφανίζονται οι τ. παρακειμένου μέ-μηλ-α (εκτεταμένη βαθμίδα τού μελ-) και μέ-μβλ-εται (< *με-μλ-εται, μηδενισμένη βαθμίδα τού μελ-), από όπου ο ενεστ. τ. μέμβλομαι.ΠΑΡ. μελετώ, μέλημααρχ.μελεδών, μελεία, μελέτωρ, μελησμόςαρχ.-μσν.μέλησις.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμελούμαι, μεταμελούμαιαρχ.αντεπιμέλομαι, συνεπιμέλομαι].
Dictionary of Greek. 2013.